παραμάσχαλα

παραμάσχαλα
και παραμάσκαλα
επίρρ. κάτω από τη μασχάλη, υπό μάλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μασχάλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπομάλης — επίρρ. τοπ. 1. κάτω από τη μασχάλη, παραμάσχαλα: Κρατούσε το δέμα υπομάλης. 2. μτφ., κρυφά, λαθραία: Έφερε στην Ελλάδα απαγορευμένα περιοδικά υπομάλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”